ἀμφικέφαλος

ἀμφικέφαλος
ἀμφικέφαλος
two-headed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμφικέφαλος — ἀμφικέφαλος, ον (ΑΜ) [κεφαλή] δικέφαλος μσν. 1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο 2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές αρχ. φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει… …   Dictionary of Greek

  • ἀμφικέφαλον — ἀμφικέφαλος two headed masc/fem acc sg ἀμφικέφαλος two headed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικεφάλου — ἀμφικέφαλος two headed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικέφαλα — ἀμφικέφαλος two headed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …   Dictionary of Greek

  • αμφίκρανος — ἀμφίκρανος, ον (Α) ο αμφικέφαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κρανος < *κρᾶνον (απ’ όπου το κρανίον), που απαντά σπάνια ως α και συχνά ως β συνθετικό] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”